- συντόμιον
- τὸ, Μ [σύντομος]1. σύμβολο2. φρ. «καλαμίου συντόμιον» — γραμμάτιο που δινόταν σε φτωχούς πολίτες για την παραλαβή μιας ποσότητας σιταριού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συντόμια — συντόμιον tessera neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)